- περιξεστός
- περιξεστός, ή, όν,A polished round about,
πέτρη Od.12.79
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτρη Od.12.79
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίξεστος — η, ο, Ν [περιξέω] αυτός που έχει ξεστεί ή λαξευθεί γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιξεστός — ή, όν, Α [περιξέω] ξεσμένος, στιλβωμένος γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιξεστοῦ — περιξεστός polished round about masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξεστῇ — περιξεστός polished round about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξεστῷ — περιξεστός polished round about masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)